- μολυνεῖν
- μολύνωstainfut inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μολύνειν — μολύ̱νειν , μολύνω stain pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώννυμι — και χρωννύω, ΜΑ 1. χρωματίζω, βάφω, προσδίδω χρώμα σε κάτι (α. «χρωσάτω τὴν κόμην», Λουκιαν. β. «τεχνητὸν ἔρευθος αὐτῇ τὰς παρειὰς χρώννυσιν», Θεμίστ.) 2. μτφ. (σχετικά με λόγο) προσδίδω ιδιαιτερότητα στο ύφος («εἶτα ἐπιθεὶς τὴν τάξιν, ἐπαγέτω τὸ … Dictionary of Greek